- ποιμνήιος
- ποιμνήιος: of the flock; σταθμός, ‘sheep-fold,’ Il. 2.470†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ποιμνήιος — of a flock masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμνήϊος — ίη, ον, Α (επικ. και ιων. τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίμνη ή στον ποιμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
ποιμνήιον — ποιμνήιος of a flock masc acc sg ποιμνήιος of a flock neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμνηίου — ποιμνήιος of a flock masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)